ὑπόσχεσις — undertaking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσχεσις — ἡ, ΜΑ βλ. υπόσχεση … Dictionary of Greek
ὑποσχέσει — ὑπόσχεσις undertaking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποσχέσεϊ , ὑπόσχεσις undertaking fem dat sg (epic) ὑπόσχεσις undertaking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσεις — ὑπόσχεσις undertaking fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόσχεσις undertaking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσεσι — ὑπόσχεσις undertaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσεσιν — ὑπόσχεσις undertaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσιας — ὑπόσχεσις undertaking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσιον — ὑπόσχεσις undertaking neut nom/voc/acc sg ὑποσχέσιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχέσιος — ὑπόσχεσις undertaking fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσχεσιν — ὑπόσχεσις undertaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσχεσίη — ἡ, Α (επικ. τ.) ὑπόσχεσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. ίη, επικ. τ. τής κατάλ. ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)] … Dictionary of Greek